Ο παππούς κάθεται σε μια γωνιά. Ο Αχμέτ μπαίνει με φόρα
μέσα και πετά την τσάντα του και πάει να φύγει
-Πού πας Αχμέτ; Πες και μια καλησπέρα!
-Πάω να παίξω! Με περιμένουν τα παιδιά παππού!
-Περίμενε! Δεν κάναμε μια συμφωνία!
-Τι συμφωνία παππού;
-Δεν είπαμε πρώτα διάβασμα κι ύστερα παιχνίδι; Για έλα
εδώ να δούμε τι έχεις για αύριο στο σχολείο;
-Ααα!! Παππού το ξέχασες; Αύριο δεν έχουμε διάβασμα! Από
αύριολίγες μέρες διακοπές! Είναι η 28η Οκτωβρίου! Ξέχασες παππούκα! Νικήσαμε
τους Γερμανούς το 1821!!
-Τι λες βρε! Αυτό σου μάθανε στο σχολείο! Αυτό κατάλαβες
εσύ!
-Γιατί; Αφού κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια λέμε! Ουφ
παππού! Τα βαρέθηκα!
-Για έλα εδώ..
-..μα τα παιδιά με περιμένουν!
-..για έλα εδώ να σου δείξω κάτι!
-Είναι ανάγκη τώρα! Μετά, όταν θα γυρίσω από το παιχνίδι!
-Αχμέτ…
-Τι!! θα ανοίξεις το κουτί με τις φωτογραφίες σου!
(Ο παππούς
σηκώνεται και φέρνει το κουτί με τις φωτογραφίες)
-Ναι, έλα να σου δείξω κάτι που δεν έχεις δει ως τώρα. Κάθισε!
-Ποιος είναι αυτός παππού;
-Αυτός είναι ο πατέρας μου.
-Ο πατέρας σου; Πρώτη φορά μου δείχνεις αυτή τη
φωτογραφία! Για να δω!
-Να αυτός εδώ, με το μουστακάκι!
-Μα αυτός είναι παλικαράκι. Είναι σαν το θείο Μουσταφά!
-Ναι…τώρα που το λες ο Μουσταφά του μοιάζει.
-Και γιατί δε μου την έχεις δείξει ως τώρα καμιά φορά;
-……..
-Αφού ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσουν οι ιστορίες που μου
διηγείσαι όταν μου δείχνεις παλιές φωτογραφίες!
- Κοίταξε Αχμέτ….κάθε άνθρωπος έχει κάτι που τον πονάει
και δύσκολα μιλάει γι’ αυτό.
-Δηλαδή παππού..
- Τον πατέρα μου εγώ δεν τον γνώρισα…
- Πώς γίνεται αυτό;
- Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στα βουνά της Αλβανίας. Εγώ
ήμουν 3 ετών όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Ούτε που θυμάμαι το πρόσωπό του.
Ακούγονται φωνές απ’ έξω
-Αχμέτ, Αχμέτ…άντε έλα, πού είσαι!
-Εδώ, μέσα στο σπίτι!
Τα παιδιά μπαίνουν
μέσα
-Καλά δεν είπαμε ότι θα παίξουμε μπάλα. Καλησπέρα κύριε
Γιουσούφ!
-Ναι, αλλά…
-Τι αλλά! Χωρίς τερματοφύλακα τι ομάδα θα έχουμε! Άντε
πάμε!
-Τι είναι αυτά! Αααα παλιές φωτογραφίες! Ποιος είναι
αυτός!
-Ο μπαμπάς του παππού μου! Σκοτώθηκε στον πόλεμο!
-Ααα! Το 1940 με τους Οθωμανούς;
-Τι λες! Το 1821 με τους Γερμανούς!
-Αχ θα τρελαθώ!
- Ο μπαμπάς σας ,κύριε Γιουσούφ, ήταν ένας από τους ήρωες
που μας είπε η κυρία στο σχολείο??
- Είστε το παιδί ενός ήρωα?
- Ααα! Θα με τρελάνετε! Μισό λεπτό! (Ένα παιδί σκαλίζει το κουτί με τις φωτογραφίες) Μην τα
πειράζεις αυτά παιδί μου! Ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά! Καθίστε!
-Ναι! Ναι! Ναι!
- Ζούσαμε τότε στο χωριό, στη Σαρακινή. Τον μπαμπά μου
ούτε που τον θυμάμαι. Η μαμά μου έλεγε πως ήταν ψηλός, δυνατός άνθρωπος, που
δούλευε όλη μέρα στα ζώα και στα χωράφια. Ώσπου κηρύχθηκε ο πόλεμος.
-Πότε έγινε αυτό παππού;
-Ήταν 28 Οκτωβρίου του 1940-κι όχι του1821-.
-Ναι, έχεις δίκιο παππού Γιουσούφ.
-Οι Ιταλοί-κι όχι, οι Οθωμανοί ή Γερμανοί- ζήτησαν να
μπει ο στρατός τους στην πατρίδα μας.
-Κι εμείς είπαμε ΟΧΙ!
-Ναι, σωστά!
-ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ!
(Φωνάζουν όλα μαζί)
-Αυτό όμως σήμαινε πόλεμο! Όλοι οι άντρες από 18 χρονών
και πάνω ντύθηκαν στρατιώτες και έφυγαν για το μέτωπο στα βουνά της Αλβανίας
(Περπατούν σαν στρατιώτες και τραγουδούν «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του»)
- Δεν είναι παιχνίδι ο πόλεμος παιδιά μου.
- Ναι, σήμερα στο σχολείο τα συζητήσαμε!
-Πόλεμος σημαίνει σκοτωμοί, θάνατος, τραυματισμοί,
πόνος….
-Και πολλά ακόμη άσχημα πράγματα.
- Κι ο μπαμπάς σου παππού Γιουσούφ σκότωσε;
- Ποιος ξέρει Μελέκ… Τα πράγματα στον πόλεμο είναι άσχημα
για όλους. Άσχημα και δύσκολα.
-Γι’ αυτό το τραγούδι που ακούσαμε σήμερα στο σχολείο
ήταν τόσο λυπητερό.
Παιδιά της
Ελλάδας παιδιά - Τραγούδι
-Ναι. Και δεν έφταναν τα κακά του πολέμου. Ήταν χειμώνας,
χιόνια, κρύο, παγωνιά.
-Ναι, ο δάσκαλος μας είπε πως οι στρατιώτες πάθαιναν κάτι
στα χέρια και στα πόδια. Κάτι κρυο…
-Κρυοπαγήματα. Πολλοί έμειναν ανάπηροι, πολλοί πέθαναν
από τις κακουχίες.
- Πάντα οι άντρες τα τραβάνε όλα.
-Τι λες! Εμάς ο δάσκαλος μας είπε πως κι οι γυναίκες
βοήθησαν πολύ σ’ αυτόν τον πόλεμο.
-Ναι, φορτώνονταν τις κάσες με τις σφαίρες, τα ρούχα, τα
τρόφιμα κι ανέβαιναν στο βουνό μέσα στα χιόνια.
-Και μετά ξαναφορτώνονταν τους τραυματισμένους και τους
βοηθούσαν να κατεβούν στα νοσοκομεία.
-Πολλές έγιναν νοσοκόμες.
-Άλλες έπλεκαν κι έραβαν ζεστά ρούχα.
-Καλά, καλά, μη φωνάζετε. Εντάξει. Μάθαμε και το τραγούδι
Γυναίκες
Ηπειρώτισσες - Τραγούδι
-Τα πράγματα άλλαξαν σύντομα. Ο ελληνικός στρατός
κατάφερε πολύ γρήγορα να διώξει τους φασίστες.
-Τους Ιταλούς θέλεις να πεις παππού.
-Τους Ιταλούς φασίστες, το πιο σωστό!
- Φασίστες; Τι θα πει αυτό;
-Φασίστες είναι αυτοί που νομίζουν πως αυτοί είναι οι
καλύτεροι και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτοί που πιστεύουν πως οι άλλοι
άνθρωποι είναι κατώτεροι, δεν έχουν δικαιώματα γιατί αυτοί είναι πάνω από
όλους. Δε σέβονται τους άλλους, είναι βίαιοι και σκληροί μαζί τους. Ο
Μουσολίνι, ο αρχηγός των Ιταλών, ήταν φασίστας.
- Το λέει και το τραγούδι.
Κορόιδο
Μουσολίνι - Τραγούδι
-Κι έτσι νικήσαμε παππού;
- Όχι, δυστυχώς. Οι Ιταλοί ήταν σύμμαχοι, φίλοι, με τους
Γερμανούς. Κι έτσι οι Γερμανοί με τον πανίσχυρο στρατό τους ήρθαν και βοήθησαν
τους Ιταλούς. Ο ελληνικός στρατός δεν άντεξε.
- Κι έτσι χάσαμε τον πόλεμο…
-Κι ήρθε η κατοχή!
-Η γιαγιά μου κάθε φορά που λέω πως δε μου αρέσει ένα
φαγητό μου λέει: Αχ κατοχή που θέλετε!!
-Δηλαδή τι θέλει να πει παππού;
-Όταν τελείωσε ο πόλεμος οι Γερμανοί, οι Ιταλοί κι οι
Βούλγαροι μοίρασαν την Ελλάδα. Εμάς μας πήραν οι Βούλγαροι. Εκείνοι αποφάσιζαν
για ό,τι γινόταν. Η Θράκη ήταν πια κομμάτι του βουλγαρικού κράτους. Έμπαιναν
στα σπίτια και στα χωράφια, στους στάβλους και στα μαντριά. Έπαιρναν τις
σοδειές μας. Μας άφηναν στην πείνα.
-Δεν είχατε φαγητό παππού;
-εγώ ήμουν πολύ μικρός. Το μόνο που θυμάμαι ήταν που η
μαμά μου έβγαζε από το μπαούλο την προίκα της, τα σεντόνια και τα υφαντά της,
και τα πουλούσε για ένα κομμάτι ψωμί στους Βούλγαρους στρατιώτες. Έκλαιγα εγώ
και πεινούσα. Τι να έκανε;
- Δεν μαζεύατε από το χωράφι παππού το σιτάρι;
-Δεν αρμέγατε τα αρνάκια σας;
-Δεν μας άφηναν τίποτε. Τα μάζευαν όλα οι Βούλγαροι για
εκείνους.
-Πω πω παππού. Τι δύσκολα!
-Δεν είχα και πατέρα. Τον αδερφό της μαμά μου τον πήραν
αιχμάλωτο κι άλλος άντρας δεν έμεινε στο σόι. Μόνη της η μάνα μου τι να κάνει;
-Πόσα χρόνια κράτησε αυτό παππού;
-Από το ’41 μέχρι το ’45.
-Και τόσα χρόνια που υποφέρατε, δεν κάνατε κάτι.
-Εγώ ήμουν μωρό παιδί. Θυμάμαι όμως πως πολλοί που
γύρισαν από τον πόλεμο δεν σταμάτησαν. Έκαναν ομάδες αντίστασης. Όπου μπορούσαν
χτυπούσαν τους κατακτητές.
- Κι οι Βούλγαροι τι έκαναν παππού Γιουσούφ;
-Οι Βούλγαροι κι οι Γερμανοί όσους έπιαναν …δεν
ξαναέβλεπαν το φως της μέρας.
-Γι΄ αυτούς γράφτηκε το τραγούδι «Το ακορντεόν» όπως
μάθαμε στο σχολείο
Το ακορντεόν _ Τραγούδι
-Μαύρα χρόνια παιδιά μου, μαύρα…..
-Σαν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» που τραγουδά ο
κυρ-Γιάννης
-Ακριβώς, έτσι ήταν τότε τα πράγματα
Συννεφιασμένη
Κυριακή - Τραγούδι
-Όμως στο τέλος όλους τους διώξαμε.
-Όχι μόνοι μας! Όλος ο κόσμος τότε μπήκε στον πόλεμο.
Όλοι πολέμησαν για να διώξουν το φασισμό.
-Κι οι Άγγλοι;
-Ναι κι οι Άγγλοι, κι οι Αμερικάνοι, κι οι Αυστραλοί, κι
οι Γάλλοι, κι οι Ρώσοι, κι όλοι.
-Γι' αυτό το είπαν και Παγκόσμιο πόλεμο!
-Ας είναι κι ο τελευταίος! Ας μην αφήσουμε να ξαναγίνει πόλεμος!
-ΟΧΙ στο φασισμό!
-Ζήτω η ειρήνη!
-ΟΧΙ στο ναζισμό!
-Ζήτω οι λαοί του κόσμου!
-ΟΧΙ στον πόλεμο!
- Ζήτω η ελευθερία!
-Ζήτω η Ελλάδα!
Εθνικός ΄Υμνος